ξεπαρθένεμα

ξεπαρθένεμα
το [ξεπαρθενεύω]
ρήξη τού παρθενικού υμένα, διακόρευση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διακόρευση — η (Α διακόρευσις και διακόρησις) [διακορεύω] η ρήξη τού παρθενικού υμένα, το ξεπαρθένεμα …   Dictionary of Greek

  • διακόρευση — η η παρθενοφθορία, το ξεπαρθένεμα κοριτσιού: Τον κατηγόρησε για τη διακόρευσή της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”